καισαρική τομή

καισαρική τομή
Χειρουργική επέμβαση σε εγκύους, κατά την οποία ο τοκετός διεξάγεται μετά από τομή στο πρόσθιο κοιλιακό και μητρικό τοίχωμα. Στη μυθολογία αναφέρονται γεννήσεις μετά από τομή της κοιλιάς των εγκύων, όπως η γέννηση του Διονύσου από τη Σεμέλη και του Ασκληπιού από την Κορωνίδα. Σήμερα θεωρείται λανθασμένη η παράδοση ότι η κ.τ. πήρε την ονομασία της από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Καίσαρα, που γεννήθηκε με τέτοιου είδους επέμβαση. Η ετυμολογική προέλευση της ονομασίας σχετίζεται με το λατινικό ρήμα caedere (κόβω, τέμνω)· επομένως η λέξη τομή είναι πλεονασμός. Η κ.τ. πραγματοποιείται, κυρίως, όταν το έμβρυο ζει και η μητέρα δεν μπορεί χωρίς βοήθεια να γεννήσει το παιδί με φυσιολογικό τοκετό για διάφορους λόγους (στενή λεκάνη, επικίνδυνη για φυσιολογικό τοκετό θέση του εμβρύου μέσα στη μήτρα, στένωση του κόλπου, αλλοίωση των καρδιακών παλμών του εμβρύου που αποτελεί ένδειξη ελλειπούς οξυγόνωσής του κλπ.). Σε περίπτωση που παρατηρείται οξεία αιμορραγία, το έμβρυο είναι νεκρό ή δεν έχει πιθανότητες να επιζήσει, η κ.τ. μπορεί να είναι απαραίτητη για την ασφάλεια της μητέρας. Οι σπουδαιότεροι κίνδυνοι της επέμβασης είναι η ρήξη της μήτρας, η αιμορραγία και η μόλυνση. Όλοι όμως έχουν περιοριστεί και σχεδόν τείνουν να εξαφανιστούν λόγω της εξέλιξης της ιατρικής επιστήμης. Παλαιότερα η θνησιμότητα των γυναικών που υποβάλλονταν σε κ.τ. ανερχόταν σε εξαιρετικά υψηλό ποσοστό. Η κ.τ. άρχισε να χρησιμοποιείται χωρίς σοβαρούς κινδύνους –για τον λόγο αυτό όλο και συχνότερα– μετά τα τέλη του 19ου αι., οπότε είχε σημειωθεί σημαντική πρόοδος τόσο στις χειρουργικές τεχνικές όσο και στην αντισηψία. Σήμερα υπάρχει η τάση να ενθαρρύνεται ο φυσιολογικός τοκετός και η κ.τ. να εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο φυσιολογικός τοκετός εγκυμονεί πραγματικά περισσότερους κινδύνους για τη μητέρα και το έμβρυο από τους κινδύνους μιας χειρουργικής επέμβασης, όπως είναι η κ.τ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική …   Dictionary of Greek

  • τομή — η 1. διαίρεση, κόψιμο: Βαθιά τομή. 2. (μαθημ.), σύνολο σημείων κοινών σε δύο γραμμές ή επιφάνειες. – Κωνική τομή. 3. σχεδιάγραμμα κτιρίου, μηχανής κτλ., που τέμνονται υποθετικά από επίπεδο, για να είναι ορατοί οι εσωτερικοί χώροι: Τομή κατά μήκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καισαρικός — ή, ό 1. καισάρειος*. 2. φρ. ιατρ. «καισαρική τομή» η διάνοιξη τού πρόσθιου τοιχώματος τής μήτρας διά μέσου τών κοιλιακών τοιχωμάτων και τού περιτοναίου τής εγκύου και η εξαγωγή τού εμβρύου, όταν είναι αδύνατη ή δυσχερής η εξαγωγή από τη… …   Dictionary of Greek

  • έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… …   Dictionary of Greek

  • εμβρυουλκός — Εργαλείο που χρησιμοποιεί ο μαιευτήρας για να διευκολύνει απλώς ή να φέρει σε πέρας τον τοκετό, όταν ειδικές συνθήκες, που εξαρτώνται είτε από τη μητέρα είτε από το έμβρυο, εμποδίζουν τη φυσιολογική του εξέλιξη. Παρά τις αόριστες αναφορές σχετικά …   Dictionary of Greek

  • τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… …   Dictionary of Greek

  • χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ινδική φιλοσοφία — Η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Ινδία. Κεντρικό πρόβλημα της ι.φ. είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον κύκλο της ζωής και των αναγεννήσεων –σαμσάρα– που συνδέεται με το κάρμα, δηλαδή τον καρπό των πράξεων που συντελέστηκαν σε προηγούμενες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”